- άπλαστος
- -η, -ο (AM ἄπλαστος, -ον)1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος3. απλός, αβίαστος, ειλικρινήςμσν.- νεοελλ.(για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητοςνεοελλ.1. εκείνος που δεν ανήκει σε πλάσμα αλλά στον ίδιο τον Πλάστη, τον Θεό, ο θεϊκός2. το αρσ. ως ουσ. ο Άπλαστοςο Θεός.
Dictionary of Greek. 2013.